Γιάννης Κομπορόζος, ο πρώτος Μικροχωρίτης Εθνομάρτυρας
Στο χωριό Καστέλλια Φωκίδος συναντάμε το μνημείο που απεικονίζεται πιο κάτω, το οποίο κατασκευάστηκε από την Κοινότητα Καστελλίων, σε ένδειξη σεβασμού και αναγνώρισης για τους εκτελεσθέντες από τα στρατεύματα της Κατοχής, τον Δεκέμβρη του 1942. Σε αυτό το μνημείο είναι χαραγμένα, σε μαρμάρινη πλάκα, 17 ονόματα, φόρος τιμής των εκτελεσθέντων πατριωτών, ως αντίποινα για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου από την Αντίσταση.
Το 17ο όνομα είναι του Μικροχωρίτη Γιάννη Κομπορόζου, του Αθανασίου.
Η ανατίναξη έγινε 25/11/1942. Οι Ιταλοί στις 27/11/42 μάζεψαν από τις φυλακές Λαμίας τους πατριώτες που είχαν συλλάβει και εκτέλεσαν άλλους στο γκρεμισμένο βάθρο της γέφυρας και άλλους στο χωριό Καστέλλια.
Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν και ο Μικροχωρίτης Γιάννης Κομπορόζος του Αθανασίου.
Ο Γιάννης ήταν φοιτητής και ήρθε στο χωριό μας τον Οκτώβριο του 1942. Σε κάποια εκκαθάριση των Ιταλών συνελήφθη μαζί με αρκετούς συγχωριανούς μας και κατέληξε στις φυλακές της Λαμίας, όπου τελικά εκτελέστηκε στα 21 χρόνια του.
Από το τεύχος 93/2012 των ΜΙΚΡΟΧΩΡΙΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ, παραθέτουμε το σχετικό με τα γεγονότα απόσπασμα:
Στις 24 Οκτωβρίου 1942, μερικοί οπλοφόροι χτύπησαν ένα γερμανικό αυτοκίνητο – στη θέση Γαύρος, στα περίχωρα του Καρπενησίου – με αποτέλεσμα να τραυματισθεί ένας ταγματάρχης και να πιαστούν αιχμάλωτοι ένας δεκανέας, ένας στρατιώτης και μια γυναίκα. Όπως φαίνεται όμως, οι
οπλοφόροι έκαναν λάθος. Άλλους επρόκειτο να συλλάβουν και συνέλαβαν άλλους, γιατί τους άφησαν έπειτα από μερικές ώρες, αφού προηγουμένως περιποιήθηκαν όσο μπορούσαν τον τραυματία αξιωματικό.
Οι Γερμανοί έφυγαν ενθουσιασμένοι που έσωσαν τη ζωή τους. Μόλις όμως έφτασαν στο Καρπενήσι, ειδοποίησαν αμέσως τους Ιταλούς, που κατείχαν την περιοχή, να σπεύσουν να συλλάβουν τους αγνώστους. Άλλο που δεν ήθελαν εκείνοι. «Πού ακριβώς σάς έγινε η επίθεση;» Τους ρώτησε ο ανθυπολοχαγός Μόντι. «Πόσοι ήταν οι αντάρτες;»
Oι Γερμανοί τους έδωσαν τις πληροφορίες που ήθελαν. Και ο νεαρός αξιωματικός, αφού επικοινώνησε με τη διοίκηση της Αθήνας, έκανε την εξόρμησή του στο Μικρό Χωριό, για να πιάσει το γιατρό Βαγγέλη Πιστιόλη, τον δάσκαλο Γιώργο Παπαδή, τον πρόεδρο της Κοινότητας Μιχαλη Νικολόπουλο, τον ιερέα του χωριού Αθανάσιο Παπαστάθη, τον Γιάννη Κομπορόζο, τον Φίλιππα Μανίκα, τον Νίκο Δέρματά, τον Βαγγέλη Κατσιγιάννη και άλλους.
Όλους μαζί τους μετέφεραν στο Καρπενήσι και τους έκλεισαν στα υπόγεια του σχολείου, όπου στρατωνίζονταν οι Ιταλοί.
Δυο μερόνυχτα τους άφησαν εκεί μέσα, νηστικούς και χωρίς νερό. Μα οι τολμηροί πατριώτες δεν παραπονέθηκαν, ούτε ικέτεψαν κανένα. Αυτό έκανε τους Ιταλούς να γίνουν έξω φρενών, γιατί περίμεναν να τους δουν ψυχικά κουρελιασμένους.
Ύστερα, πήραν πρώτα επάνω το γιατρό Πιστιόλη.
Ο Μόντι τον ρώτησε «Ποιοι ήταν αυτοί που επιτέθηκαν στο γερμανικό αυτοκίνητο;»
– «Και τι είμαι εγώ για να ξέρω;» Αποκρίθηκε εκείνος. «Γιατί ρωτάτε εμένα;»
– «Γιατί είσαι επιστήμων. Κι όλοι οι επιστήμονες είναι αναρχικοί!»
– «Αυτό μπορεί να συμβαίνει στην Ιταλία. Στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο Έλληνες και τίποτα άλλο.» Το χέρι του αξιωματικού έπεσε βαρύ στο πρόσωπο του γιατρού. Με τον ίδιο τρόπο αποκρίθηκαν και οι άλλοι. Έφτασε κι η σειρά του παπα-Θανάση. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν έσκυβε το κεφάλι. Στάθηκε μπρος στον Μόντι και τον κοίταξε στα μάτια σαν να τον προκαλούσε. Τα σάστισε μια στιγμή εκείνος και θέλοντας να φανεί ευγενικός του πρόσφερε κάθισμα και του ζήτησε συγγνώμη για την … ταλαιπωρία. «Αφού μπορώ και στέκομαι ακόμη στα πόδια μου, δεν μου χρειάζεται κάθισμα», είπε ο παπάς. «Όσο για τη συγγνώμη σας, ο Χριστός μάς δίδαξε να συγχωρούμε τους εχθρούς μας.» Ό Μόντι έγινε άσπρος. Τα μάτια του αστράψανε. Κατάλαβε το θυμό του ο ιερέας κι αντί να τρομάξει, ύψωσε τ’ ωραίο του μέτωπο και περίμενε αποφασιστικά την καταδίκη του. Ο Ιταλός πρόσταξε να τον ξανακλείσουν μαζί με τους άλλους. Από κει και πέρα τα μαρτύρια των κρατουμένων κορυφώθηκαν. Επειδή όμως δεν έβγαινε τίποτα με τις ανακρίσεις, τους έστειλαν στη Λαμία, όπου ξανάρχισαν πάλι από την αρχή.
Από μια ιταλική έκθεση που υπάρχει στα αρχεία, βλέπουμε ότι οι κατακτητές ήταν αποφασισμένοι να τους βγάλουν από τη μέση. Έπειτα όμως από συμβούλια και παρασυμβούλια, αποφασίστηκε να εκτελέσουν μόνο τον Γιάννη Κομπορόζο, επειδή ήταν ο πιο νέος κι ο πιο ατίθασος απ’ όλους. Είχε μπει ο Δεκέμβρης κι η παγωνιά ήταν μεγάλη. Τα χαράματα της 9ης του ίδιου αυτού μήνα, πήραν το παλικάρι και το οδήγησαν στη θέση Καστέλλια, όπου ανταμώθηκε και μ’ άλλους μελλοθάνατους πατριώτες. Πριν τους εκτελέσουν, οι Ιταλοί τους πρότειναν να τους δέσουν τα μάτια. Ο Γιάννης Κομπορόζος όμως, γύρισε στους συγκρατουμένους του: «Όχι, παιδιά!» Τους είπε. «Κανείς να μη δεχτεί να του δέσουν τα μάτια. Είμαστε Έλληνες και θα πεθάνουμε σαν Έλληνες. Ζήτω η Ελλάδα!» Την ίδια στιγμή τους βρήκαν τα πυρακτωμένα βόλια του εχθρού.